Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Raincoat

Βγαίνει με ένα σύννεφο από το σπίτι του. Δεν το φοράει ακριβώς, ούτε στο περίπου. Το σύννεφο τον φοράει. Ένα σύννεφο, ξέρεις τώρα, σαν αυτά τα παραμυθίσια, συνήθως χρώματος ελαφρά γκριζωπού και οπωσδήποτε χνουδάτο. Σαν γιρλάντα που προσπαθεί να περικυκλώσει τον εαυτό της. Στέκεται ανάλαφρα λίγα εκατοστά πάνω από το κεφάλι του, αλλά όχι τόσα ώστε να το φτάσει αν υψώσει τα χέρια του. Είναι σαν μπουρμπουλήθρα πάνω από καρτούν γελοιογραφίας μόνο που κόλλησε πάνω από το δικό του κεφάλι. Δεν θέλει να τον αφήνει στιγμή. Έτσι τουλάχιστον δείχνουν τα γεγονότα. Τα γεγονότα, καταλαβαίνεις, τα γεγονότα.
Υπέθεσε για λίγο ότι αυτός βρίσκεται στην μπανιέρα. Θα μου πεις, ατυχές παράδειγμα, μπανιέρα, σύννεφο, αν το εξελίξεις λίγο, έρχεται και το νερό, άρα τι να το θέλει το νερό του μπάνιου όταν υπάρχει το νερό του σύννεφου, δηλαδή η βροχή. Ναι, έχεις δίκιο. Είναι ν’ απορείς γιατί συνεχίζει να επιμένει στην μπανιέρα τη στιγμή που είναι τόσο συχνά σε υγρή κατάσταση. Σε ημιυγρή έστω, γιατί το σύννεφο ενίοτε απεργεί. Άσε, θα σου βρω άλλο παράδειγμα.
Δεν μπορεί ομολογουμένως να πει κανείς ότι αυτό το σύννεφο βράζει από θυμό. Τότε αυτός θα ήταν μονίμως υγρός έως μουσκίδι. Και αυτό δεν συμβαίνει. Κάτσε να σου εξηγήσω.
Το μεσημέρι την ώρα του φαγητού ας πούμε μιας άνυδρης μέρας της άνοιξης, αυτός κάθεται ορθή γωνία στο τραπέζι της κουζίνας. Μεταξύ παστίτσιου και τρίτης μπουκιάς ψωμιού άρεται η ανυδρία, το σύννεφο μουτρώνει λίγο παραπάνω, γκριζάρει επικίνδυνα και αρχίζει το νερό. Στην αρχή πέφτει το ψιλό, ξέρεις τώρα, ο φίλος λοιπόν συνεχίζει και προχωράει στην τέταρτη μπουκιά ψωμιού. Δεν θέλει πολύ, εκεί στην πέμπτη μπουκιά αρχίζει το χοντρό. Ψιχάλες κάμποσου βάρους μουλιάζουν αυτόν, το παστίτσιο και το ψωμί. Συνεχίζει να τρώει. Το σύννεφο σκουραίνει, οι ψιχάλες παχαίνουν κι άλλο, μη σου πω για το φαγητό, που μοιάζει περισσότερο με σούπα. Αυτός τρώει. Το παστίτσιο απλώνει κι άλλο κάτω από το βάρος των περιστάσεων και ο φίλος βουτάει μέσα του το ψωμί, που έχει γίνει πίτα. Σηκώνεται να πάρει ένα κουτάλι και το σύννεφο από πάνω του, εκεί, να τον ποτίζει. Ποτίζει είπα; Ε αν είναι απλά ποτίζει τότε φαίνεται έχει αρχίσει να υποχωρεί. Ξανακάθεται στην καρέκλα, τα πόδια του βουτηγμένα ως τον αστράγαλο στην μικρή λιμνούλα γύρω από αυτή, και συνεχίζει το φαγητό με το κουτάλι.
Την άλλη φορά στο γραφείο εξαγριώθηκα. Στεκόμουν δίπλα του σκυμμένη πάνω στο γραφείο του και κοιτούσαμε κάτι χαρτιά. Το σύννεφο πάνω του λευκό και άκακο, ένα παχύ προβατάκι. Και σε ένα δευτερόλεπτο τον λούζει με μια πυκνή βροχή ποιότητας σούπερ λεπτών σταγόνων, άλλο πράγμα. Θα κράτησε τρία λεπτά. Στα τρία λεπτά τα χαρτιά μούσκεμα, το μελάνι να τρέχει από το χαρτί, το πουκάμισό του να στάζει, νερό παντού κι οι γόβες μου οι κροκοδείλιες έγιναν γαλότσες! Άρχισα να ουρλιάζω κι αυτός να χαμογελάει. Πήγε να μου προσφέρει αθόρυβα ένα μαντήλι από την τσέπη του, και μόλις το έβγαλε αυτό σχημάτισε ρυάκι στα πλακάκια. Τον κοίταξα χωρίς να ουρλιάζω από την έκπληξη κι εκείνος συνέχισε το χαμόγελό του. Δεν είπε τίποτα. Γύρισε στα νωπά χαρτιά του χαμογελαστός κι έπεσαν δυο τρεις αδέσποτες σταγόνες. Από το πουκάμισό του, από το σύννεφο, δεν κατάλαβα.
Καμιά φορά όταν κοιμάται το σύννεφο ξεχνάει να πάει για ύπνο. Υπήρξε μια φορά που έγινε κατακλυσμός στο κρεβάτι του. Το στρώμα του είναι πολύ παλιό και έχει αρχίσει να γουβιάζει και να βυθίζεται. Είναι που δεν έπεσαν και μπουμπουνητά - που δηλαδή ποτέ δεν πέφτουν - που οπωσδήποτε θα τον είχαν προειδοποιήσει. Κοιμόταν τόσο βαθιά, που δεν ξύπνησε κι η βροχή ήταν τόσο γερή που το στρώμα άρχισε να βουλιάζει. Το νερό που έπεφτε πάνω από το αριστερό πλάι που κοιμόταν αυτός - αριστερό όπως το κοιτάς εσύ - άρχισε να κυλάει στη γούβα, προς τη μέση του στρώματος και τον κύλισε μαζί του. Το στρώμα σχεδόν τον ρούφηξε στη μέση του, σε σημείο που το πρωί που ξύπνησε εκτός που έγινε λούτσα, είχε σχεδόν ακουμπήσει το πάτωμα.
Είναι και οι περιπτώσεις που κάνει μέρες να βρέξει. Μου είχε πει για μια μέρα του καλοκαιριού που όλα άχνιζαν από ζέστη και φοβήθηκε ότι ακόμα και το σύννεφο θα εξατμιζόταν. Για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε φύγει, έτρεξε στον ήλιο και κατάλαβε ότι ήταν ακόμα εκεί. Η σκιά βλέπεις, ξέρεις τώρα. Μόλις πήρε χαμπάρι ότι δεν καιγόταν το κεφάλι του στον ήλιο αν και καπέλο δεν φορούσε, σιγουρεύτηκε. Και από την ανακούφιση είπε να πάει μια βόλτα.
Δεν πρέπει με τίποτα να ξεχάσω να τον ρωτήσω για τα ραντεβού. Λες να βγαίνει ραντεβού; Ραντεβού, πως βγαίνει ραντεβού; Φαντάζεσαι να βρέχεται το άλλο μισό του ραντεβού και να μην ευθύνεται αυτός; Ξέρεις πως είναι αυτά. Πώς να το παίρνει ο ανδρισμός του άραγε; Τώρα βέβαια ο του από πάνω διαμερίσματος ζει με μια ιστορία στο κεφάλι, ο δεξιά διπλανός μου με μια μορφή, ο αριστερά διπλανός με μια εμμονή, ο απέναντι το έχει σε αχρηστία κι ο παραδίπλα ζει με δανεικό κεφάλι. Καλύτερα με ένα σύννεφο πάνω από το κεφάλι.
Στη Νάντια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου