Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Άγρια ημέρα


-Δώσε την τούρτα στον πεθερό σου.

Ιδρώτας. Ανασηκώνεται ιδρωμένη. Ιδρωμένη αλλά ήρεμη. Ψηλαφίζει το στρώμα δίπλα της, το μαξιλάρι που δεν το έχει κοιμηθεί κανείς για καιρό και ξέρει ότι είναι μόνη. Οι μόνες ζάρες στο σεντόνι έχουν φιλοτεχνηθεί από εκείνη. Ήταν όνειρο, το ήξερε ακόμα και όταν το έβλεπε. Το ήξερε ότι θα ξυπνούσε. Η κουζίνα θα γέμιζε μυρωδιά γαλλικού, γεύση φουντούκι, οι φάκελοι της δουλειάς θα περίμεναν να τους βάλει στη τσάντα του γραφείου, το απόγευμα θα έφτιαχνε ομελέτα με μανιτάρια και κόκκινες πιπεριές ακριβώς όπως της αρέσει και το βράδυ θα βούλιαζε στον καναπέ με μια ταινία του ‘40. Κι ο Bogart θα τα έλυνε όλα, θα περιδιάβαινε την οθόνη με σιγουριά, θα κρατούσε την κοπέλα σφιχτά, και θα έσωζε τους πάντες. Απλά. Σαν κάθε άλλη φορά.

-Πού είναι η αναφορά;

Ιδρώτας. Ανασηκώνεται ιδρωμένη. Δίπλα κοιμάται κάποιος. Της έχει γυρισμένη την πλάτη. Σγουρά μαλλιά μαύρου χρώματος. Κι όμως υπάρχει και κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Της φαίνεται ότι τον ονειρεύτηκε. Γυρίζει αριστερά και η κούνια του στέκεται κοντά στο κρεβάτι της. Στο κρεβάτι τους. Και τότε θυμάται. Θα τον αλλάξει, θα του δώσει το γάλα του, η τσάντα του γραφείου θα περιμένει να την σηκώσει εκείνος που θα την φιλήσει ελαφρά και θα φύγει ενώ αυτή θα κάνει μπάνιο τον μικρό, θα παίξει τα παιχνίδια του και μετά θα ετοιμάσει την ομελέτα που αρέσει σ’ εκείνον, με μπέικον και τυρί. Και το βράδυ θα την πάρει ο ύπνος αγκαλιά με τον μικρό μπροστά στις ειδήσεις ή στο σίριαλ της Τετάρτης για το αγόρι και το κορίτσι που θα ζήσουν για πάντα μαζί κι ας μη βλέπει ποτέ αυτό το πάντα.

-Πήρες τηλέφωνο την πεθερά σου;

Ιδρώτας. Ανασηκώνεται ιδρωμένη. Ο μοναδικός ένοικος του κρεβατιού είναι εκείνη. Λίγο διαφορετικά σήμερα. Έχει το πάρτυ στο γραφείο μετά τη δουλειά, μετά την παρουσίαση. Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Έχει και πανσέληνο. Πάντα αναρωτιόταν πως ένας άσπρος δίσκος στέκεται στη μέση ενός σκοταδιού. Κάτι πρέπει να σημαίνει αυτό. Ο μπουφές θα έχει σολωμό, χαβιάρι, μπρικ. Χρωματιστά όσο και σιχαμερά. Θα ήθελε να βγει με ένα τηλεσκόπιο σε μια ταράτσα και να κοιτάει συνέχεια τον δίσκο. Θα παρατηρούσε τις λεπτές αλλαγές, πότε γίνεται ασημένιος, πότε γκριζίζει, πότε γυαλίζει. Θα πάρει κάποιον σπίτι μετά το πάρτυ, ίσως να τον δουν μαζί. Μα δεν θα έπαιρνε κανέναν. Βαριέται.

-Είναι έτοιμες οι μακέτες;

Ιδρώτας. Ανασηκώνεται ιδρωμένη. Ο συνένοικος του κρεβατιού έχει ήδη φύγει για τη δουλειά. Γιατί δεν την ξύπνησε; Πρέπει να ετοιμάσει κάτι για φαγητό. Θα έρθει ένα φιλικό ζευγάρι το βράδυ, περισσότερο φίλοι του. Το μυστικό είναι τα καλά πλυμένα λαχανικά. Και μετά θα τρίψει τον καθρέφτη του μπάνιου, να εξαφανιστούν οι κηλίδες οδοντόκρεμας και μωρουδένιου σαμπουάν. Θα μπορούσε να κάνει μπάνιο με το αφρόλουτρο του μωρού, να λουστεί με το σαμπουάν του για να είναι πιο ήρεμη και ανάλαφρη. Αν ήταν η Μαίρη Πόπινς θα πέταγε πάνω από τα πράγματα με την ομπρέλα της και θα τα ετοίμαζε όλα μαγικά. Αλλά τα πόδια της τρέμουν, δεν είναι για πτήσεις. Από τις γρίλιες τρυπώνει ο ήλιος, αλλά δεν θα ανοίξει σήμερα. Θέλει μόνο φως λαμπτήρα μέχρι να σκοτεινιάσει πάλι.

-Πού είναι το καροτσάκι;

Ιδρώτας. Ανασηκώνεται ιδρωμένη. Μόνη. Σήμερα θα κρυφτεί στο σπίτι αφού ειδοποιήσει το γραφείο. Θ’ ακούσει μόνο νέγρες να τραγουδάνε μπλουζ και από καινούρια Last Shadow Puppets. Περιμένει τις φίλες της που ήταν μαζί στο Μάντσεστερ πριν δεκαπέντε χρόνια. Θα πιουν τσάι τρώγοντας μάφινς βατόμουρου και σάντουιτς αγγουριού. Έχει όλο το χρόνο μπροστά της, αυτή θα είναι η αγαπημένη της ημέρα, το αποφάσισε. Με καφέδες, φίλες, μουσικές, βιβλία, ταινίες. Και μετά να κοιμηθεί. Να κοιμηθεί πολύ. Να ονειρευτεί πως ήταν χωρίς φεγγάρι.

-Τέλειωσες τη δακτυλογράφηση;

Ιδρώτας. Ανασηκώνεται ιδρωμένη. Κανείς. Θυμήθηκε. Είναι η μέρα που ο μικρός είναι σε μια γιαγιά, δεν θυμάται σε ποια. Θα ψωνίσει. Το ψυγείο είναι γεμάτο, η ντουλάπα της όχι. Θα πάρει ένα σωρό ρούχα και πολλά παπούτσια που δεν θα τα χρειάζεται. Η μόδα πρέπει να έχει προχωρήσει. Σε δρόμους ακριβούς και σε άλλους φτηνούς, δεν έχει σημασία. Και τσάντες. Πρέπει οπωσδήποτε να πάρει τσάντες. Να πιει κι έναν καφέ μόνη της, χωρίς πάνες και κρέμες. Και μετά να κοιμηθεί. Να κοιμηθεί πολύ. Να ονειρευτεί πως ήταν με ήλιο.